- ναυκρατωρ
- ναυκράτωρναυ-κράτωρ-ορος (ᾰτ) ὅ1) господствующий на море, имеющий перевес во флоте Her., Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ναυκράτωρ — ναυκράτωρ, ὁ και ἡ (Α) 1. ναυκρατής 2. ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. παντοκράτωρ)] … Dictionary of Greek
ναυκράτωρ — master of a ship masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκρατόρων — ναυκράτωρ master of a ship masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυκράτορες — ναυκράτωρ master of a ship masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ναυτοκράτωρ — ναυτοκράτωρ, ὁ (Α) ναυκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κράτωρ (< κρατώ)] … Dictionary of Greek